- τραντεσκάντια
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κομμελινίδες τής τάξης κομμελινώδη και περιλαμβάνει 40 περίπου είδη πολυετών ποωδών φυτών που είναι ιθαγενή τής Αμερικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tradescantia, από το όν. τού Άγγλου περιηγητή John Tradescant].
Dictionary of Greek. 2013.